θημωνιάζω

θημωνιάζω
θημώνιασα, σχηματίζω θημωνιές: Θημωνιάζω τα δεμάτια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θημωνιάζω — και θεμωνιάζω (Μ θημωνιάζω και θεμωνιάζω) [θημωνιά] κάνω θημωνιές, μαζεύω θερισμένα σιτηρά ή χόρτα σε θημωνιές μσν. 1. συγκεντρώνω 2. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) θημωνιασμένος και θεμωνιασμένος, η, ο(ν) πεσμένος ο ένας πάνω στον άλλο, σωριασμένος …   Dictionary of Greek

  • αθημώνιαστος — και αθεμώνιαστος, η, ο [θημωνιάζω] αυτός που δεν στοιβάχτηκε σε θημωνιά, αστοίβαχτος …   Dictionary of Greek

  • θημωνιώ — θημωνιῶ, άω (Μ) [θημωνιά] θημωνιάζω …   Dictionary of Greek

  • θημωνοθετώ — θημωνοθετῶ, έω (Α) τοποθετώ σε σωρό, θημωνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θημών + θετώ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο θέτης, θεσμο θέτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”